εἰωθότες

εἰωθότες
ἔθω
to be accustomed
perf part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ορειβατώ — (Α ὀρειβατῶ, έω) [ορειβάτης] νεοελλ. εκτελώ αναβάσεις στα όρη, είμαι ορειβάτης αρχ. 1. διαβαίνω τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῑν εἰωθότες», Διόδ.) 2. περιπλανιέμαι στα όρη, βαδίζω στα όρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”